βλακεία
希臘語 編輯
詞源 編輯
繼承自古希臘語 βλακεία (blakeía),源自βλάξ (bláx, 「傻瓜」)。
發音 編輯
名詞 編輯
βλακεία (vlakeía) f (複數 βλακείες)
- (精神病學,過時) 中度智力障礙/學習困難
- (引申) 愚蠢的事物;垃圾
- Ήταν μεγάλη βλακεία αυτό που έκανες.
- Ítan megáli vlakeía aftó pou ékanes.
- 你的所作所為非常愚蠢。
- Γιατί ξοδεύεις όλα τα λεφτά σου σ』 αυτές τις βλακείες;
- Giatí xodéveis óla ta leftá sou s』 aftés tis vlakeíes?
- 你幹嘛把錢都浪費在這種沒用的事情上呢?
變格 編輯
βλακεία的變格
近義詞 編輯
(愚蠢):
- ανοησία f (anoïsía)
- χαζομάρα f (chazomára)
- ηλιθιότητα f (ilithiótita)
- κουταμάρα f (koutamára)
- σαχλαμάρα f (sachlamára)
相關詞彙 編輯
- βλάκας m (vlákas, 「蠢貨,笨蛋」)