καυλί
希臘語
編輯詞源
編輯源自古希臘語 καυλίον (kaulíon),源自καυλός (kaulós, 「莖,稈」)。
發音
編輯- 韻部:-i
名詞
編輯καυλί (kavlí) n (複數 καυλιά)
變格
編輯近義詞
編輯- (陰莖): πέος n (péos) (禮貌用語), ανδρικό μόριο n (andrikó mório, 「男性成員」) 〈婉〉, πουλί n (poulí) (口語、兒童用語), πούτσος m (poútsos) 〈口/粗〉, ψωλή f (psolí) 〈口/粗〉, μαλαπέρδα f (malapérda) 〈口/粗〉
- (龜頭): βάλανος f (válanos) (禮貌用語)