希腊语

编辑

其他写法

编辑

词源

编辑

不确定。可能源自原始斯拉夫语*buca (突起物)

发音

编辑

名词

编辑

πούτσος (poútsosm (复数 πούτσοι)

  1. (口语粗俗) 阴茎
    Ήρθα μέσα καθώς ντυνόταν και είδα τον πούτσο του.
    Írtha mésa kathós dynótan kai eída ton poútso tou.
    我进来的时候他正在穿衣服,我看到了他的鸡巴

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑

参考资料

编辑