πούτσος
希臘語
編輯其他寫法
編輯- πούτσα f (poútsa)
詞源
編輯不確定。可能源自原始斯拉夫語*buca (「突起物」)。
發音
編輯名詞
編輯πούτσος (poútsos) m (複數 πούτσοι)
- (口語,粗俗) 陰莖,屌
- Ήρθα μέσα καθώς ντυνόταν και είδα τον πούτσο του.
- Írtha mésa kathós dynótan kai eída ton poútso tou.
- 我進來的時候他正在穿衣服,我看到了他的雞巴。
變格
編輯πούτσος的變格
近義詞
編輯- πέος n (péos) (禮貌用語)
- ανδρικό μόριο n (andrikó mório, 「男性成員」) 〈婉〉
- τσουτσούνι n (tsoutsoúni) (口語、兒童用語)
- πουλί n (poulí) (口語、兒童用語)
- καυλί n (kavlí) 〈口/粗〉
- ψωλή f (psolí) 〈口/粗〉
- μαλαπέρδα f (malapérda) 〈口/粗〉
派生詞
編輯- πουτσαράς m (poutsarás, 「有大陰莖的男人」) 〈口/粗〉
參考資料
編輯- πούτσος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.