σίδηρος
古希腊语
编辑其他形式
编辑词源
编辑不清楚,有争议。一种观点将其与拉丁语 sīdus (“星座;陨石”)对比,可能与原始印欧语 *sweyd- (“流汗”)有关,若如此则与拉丁语 sūdor (“汗,湿气”)、古希腊语 ἱδρώς (hidrṓs, “汗,流汗”)、英语 sweat (“汗,流汗”)同源。另一种说法将其与乌迪语 zido (“铁”)对比,说明其可能是借自东北高加索语系。由于语义上的关系,本词很可能是来自前希腊时期的底层语言,对比古希腊语 σίδη (sídē, “石榴”),与构拟词*sida(“红色”)有关,则本词的原义可能是“红色金属”(表示氧化铁及含其矿物的红色特性)。
发音
编辑- (公元前5世纪,阿提卡) 国际音标(帮助): /sí.dɛː.ros/
- (公元1世纪,通用) 国际音标(帮助): /ˈsi.de̝.ros/
- (公元4世纪,通用) 国际音标(帮助): /ˈsi.ði.ros/
- (公元10世纪,拜占庭) 国际音标(帮助): /ˈsi.ði.ros/
- (公元10世纪,君士坦丁堡) 国际音标(帮助): /ˈsi.ði.ros/
名词
编辑σῐ́δηρος (sídēros) m (属格 σῐδήρου); 二类变格
- 铁
- 大约90 AD 拔摩岛的约翰,启示录 18:12:
- γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου καὶ βυσσίνου καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, […]
- gómon khrusoû kaì argúrou kaì líthou timíou kaì margarítou kaì bussínou kaì sērikoû kaì kokkínou, kaì pân xúlon thúïnon kaì pân skeûos elephántinon kaì pân skeûos ek xúlou timiōtátou kaì khalkoû kaì sidḗrou kaì marmárou, […]
- 这货物就是金、银、宝石、珍珠、细麻布、紫色料、绸子、朱红色料、各样香木、各样象牙的器皿、各样极宝贵的木头和铜、铁、汉白玉的器皿, […]
- 大约90 AD 拔摩岛的约翰,启示录 18:12:
- 铁制工具
- 剑
- 镰刀
- 铁匠铺
- (比喻义) 坚硬的东西;顽固的力量
变格
编辑格 / # | 单数 | 双数 | 复数 | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
主格 | ὁ σῐ́δηρος ho sídēros |
τὼ σῐδήρω tṑ sidḗrō |
οἱ σῐ́δηροι hoi sídēroi | ||||||||||
属格 | τοῦ σῐδήρου toû sidḗrou |
τοῖν σῐδήροιν toîn sidḗroin |
τῶν σῐδήρων tôn sidḗrōn | ||||||||||
与格 | τῷ σῐδήρῳ tôi sidḗrōi |
τοῖν σῐδήροιν toîn sidḗroin |
τοῖς σῐδήροις toîs sidḗrois | ||||||||||
宾格 | τὸν σῐ́δηρον tòn sídēron |
τὼ σῐδήρω tṑ sidḗrō |
τοὺς σῐδήρους toùs sidḗrous | ||||||||||
呼格 | σῐ́δηρε sídēre |
σῐδήρω sidḗrō |
σῐ́δηροι sídēroi | ||||||||||
注意: |
|
衍生词汇
编辑- ἀκροσίδηρος (akrosídēros)
- ἀσίδηρος (asídēros)
- αὐτοσίδηρος (autosídēros, “纯铁的”)
- βαρυσίδηρος (barusídēros)
- βραχυσίδηρος (brakhusídēros, “[飞镖]尖头短小的”)
- εὐσίδηρος (eusídēros)
- κατασιδηρόω (katasidēróō, “用铁镀”)
- μακροσίδηρος (makrosídēros)
- ὁλοσίδηρος (holosídēros)
- περισιδηρόομαι (perisidēróomai, “被铁覆盖”)
- περισίδηρος (perisídēros, “被铁覆盖的”)
- σιδηραγωγός (sidēragōgós, “吸引铁的”)
- σιδηρεία (sidēreía, “用铁工作”, 名词)
- σιδηρεῖα (sidēreîa, “铁厂;铁矿”)
- σιδηρένδετος (sidēréndetos)
- σιδηρεόεις (sidēreóeis)
- σιδήρεος (sidḗreos, “铁制的”)
- σιδηρεύς (sidēreús, “用铁工作的人;铁匠”)
- σιδηρεύω (sidēreúō, “用铁工作”, 动词)
- σιδηρήεις (sidērḗeis)
- σιδηρίζω (sidērízō, “像铁”)
- σιδήριον (sidḗrion, “工具,器具”)
- σιδηριουργός (sidēriourgós)
- σιδηρίσκος (sidērískos)
- σιδηρίτης (sidērítēs, “铁的”)
- σιδηρῖτις (sidērîtis)
- σιδηροβασταγή (sidērobastagḗ, “铁的供给”)
- σιδηρόβαφος (sidēróbaphos, “铁锈色的”)
- σιδηροβόλιον (sidērobólion, “锚”)
- σιδηροβόρος (sidērobóros, “锉”)
- σιδηροβριθής (sidērobrithḗs, “装载着铁的”)
- σιδηροβρώς (sidērobrṓs, “食铁的”)
- σιδηροδάκτυλος (sidērodáktulos)
- σιδηροδέσμος (sidērodésmos, “用铁固定的”)
- σιδηροδετέω (sidērodetéō, “用铁固定”)
- σιδηρόδετος (sidēródetos, “用铁固定的”)
- σιδηρόεις (sidēróeis)
- σιδηροθήκη (sidērothḗkē, “武器库”)
- σιδηροθώραξ (sidērothṓrax, “装备铁制胸铠的”)
- σιδηροκατάδικος (sidērokatádikos, “被判死刑的”)
- σιδηροκμής (sidērokmḗs, “被铁器杀死的”)
- σιδηροκόλεος (sidērokóleos, “有铁鞘的”)
- σιδηροκόντρα (sidērokóntra, “有带刺铁矛的”)
- σιδηροκόπος (sidērokópos)
- σιδηρόκωπος (sidērókōpos, “用铁器武装的”)
- σιδηρομήτωρ (sidēromḗtōr)
- σιδηρονόμος (sidēronómos)
- σιδηρόνωτος (sidērónōtos)
- σιδηροπέδη (sidēropédē, “铁镣铐”)
- σιδηρόπλαστος (sidēróplastos, “铁铸的”)
- σιδηρόπληκτος (sidēróplēktos, “被铁器击打的”)
- σιδηρόπλοκος (sidēróplokos)
- σιδηροπλύτης (sidēroplútēs, “洗铁者”)
- σιδηροποίκιλος (sidēropoíkilos, “有斑点的石头”)
- σιδηρόπους (sidērópous)
- σιδηρόπτερος (sidērópteros)
- σιδηροπώλης (sidēropṓlēs, “五金店”)
- σιδηρόσπαρτος (sidēróspartos)
- σιδηροσφαγία (sidērosphagía, “用剑杀死”)
- σιδηροτέκτων (sidērotéktōn, “用铁工作的人”)
- σιδηρότευκτος (sidēróteuktos, “精制铁的”)
- σιδηροτόκος (sidērotókos, “产铁的”)
- σιδηροτομέω (sidērotoméō, “用铁器切割”)
- σιδηρότροχος (sidērótrokhos, “有铁制轮子的”)
- σιδηροτρύπανον (sidērotrúpanon, “铁制钻孔器”)
- σιδηρότρωτος (sidērótrōtos, “被铁器弄伤的”)
- σιδηρουργεῖον (sidērourgeîon, “铁矿”)
- σιδηρουργία (sidērourgía, “用铁工作”, 名词)
- σιδηρουργός (sidērourgós, “用铁工作的人;铁匠”)
- σιδηροῦς (sidēroûs)
- σιδηροφάγος (sidērophágos, “腐蚀铁的”)
- σιδηροφορέω (sidērophoréō, “产铁”)
- σιδηροφόρος (sidērophóros, “产铁的”)
- σιδηρόφρων (sidēróphrōn)
- σιδηροφυής (sidērophuḗs)
- σιδηροχαλκεύς (sidērokhalkeús, “铁匠”)
- σιδηρόχαλκος (sidērókhalkos, “铁和铜的”)
- σιδηροχάρμης (sidērokhármēs, “打斗的”)
- σιδηροχίτων (sidērokhítōn, “穿着铁衣的”)
- σιδηρόψυχος (sidērópsukhos)
- σιδηρόω (sidēróō, “用铁覆盖”)
- σιδηρώδης (sidērṓdēs, “铁的”)
- σιδήρωμα (sidḗrōma, “铁制配件”)
- σιδηρωρυχεῖον (sidērōrukheîon, “铁矿”)
- σιδήρωσις (sidḗrōsis)
- σιδηρωτός (sidērōtós)
- τμητοσίδηρος (tmētosídēros, “用铁器切下”)
- ὑποσίδηρος (huposídēros, “部分含有或混有铁的”)
- ὑποσιδηρόω (huposidēróō)
- χειροσιδήριον (kheirosidḗrion, “抓钩”)
参考资料
编辑- “σίδηρος”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- σίδηρος in Cunliffe, Richard J. (1924年) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition,Norman:University of Oklahoma Press, 出版于1963
- G4604, Strong, James (1979年) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
- Woodhouse, S. C. (1910年) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1],London:Routledge & Kegan Paul Limited.
希腊语
编辑化学元素 | |
---|---|
Fe | |
前:μαγγάνιο (mangánio) (Mn) | |
后:κοβάλτιο (kováltio) (Co) |
其他形式
编辑- σίδερο n (sídero) (日常用语)
词源
编辑古典借词,源自古希腊语 σίδηρος (sídēros),与中古希腊语 σίδερον n (síderon)、σίδερο (sídero)同源。参见上方的古希腊语章节。
名词
编辑σίδηρος (sídiros) m
变格
编辑相关词汇
编辑- διά πυρός και σιδήρου (diá pyrós kai sidírou, “火一般的考验”, 字面意思是“通过火和铁”)
- λευκοσίδηρος m (lefkosídiros, “马口铁”)
- σιδηρι- (sidiri-, “亚铁的”)
- σιδηρο- (sidiro-, “三价铁的”)
- σιδηρικυανιούχος (sidirikyanioúchos, “亚铁氰化物的”)
- σιδηροκυανιούχος (sidirokyanioúchos, “铁氰化物的”)
- σιδηροβιομηχανία f (sidiroviomichanía, “钢铁工业”)
- σιδηροδέσμιος (sidirodésmios, “束缚在锁链中的”)
- σιδηροδημήτριο n (sidirodimítrio, “铈铁”)
- σιδηροδοκός f (sidirodokós, “铁梁”)
- σιδηρόδρομος m (sidiródromos, “铁路”)
- σιδηρόκραμα n (sidirókrama, “铁合金”)
- σιδηρολοστός m (sidirolostós, “铁撬棍”)
- σιδηρομαγγάνιο n (sidiromangánio, “锰铁”)
- σιδηρονικέλιο n (sidironikélio, “镍铁”)
- σιδηροπαγής (sidiropagís, “用铁条加固的”)
- σιδηροπενία f (sidiropenía, “缺铁”)
- σιδηροπυρίτης n (sidiropyrítis, “黄铁矿”)
- σιδηροπωλείο n (sidiropoleío, “五金店”)
- σιδηροσωλήνας m (sidirosolínas, “铁管”)
- σιδηροτροχιά f (sidirotrochiá, “铁路的铁轨”)
- σιδηρουργείο n (sidirourgeío, “铁匠铺”)
- σιδηρουργία f (sidirourgía, “铁工”)
- σιδηρούχος (sidiroúchos, “含铁的”)
- σιδηροχρώμιο n (sidirochrómio, “铬铁”)
- χυτοσίδηρος m (chytosídiros, “铸铁”)
同类词汇
编辑延伸阅读
编辑- σίδηρος在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
- σίδηρος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.