ψωμί
希腊语
编辑词源
编辑源自中古希腊语 ψωμίν (psōmín),源自ψωμίον (psōmíon),源自古希腊语 ψωμός (psōmós),源自动词ψώω (psṓō),ψάω (psáō, “轻触,揉搓”)的替代写法。
发音
编辑名词
编辑ψωμί (psomí) n (复数 ψωμιά)
- 面包
- ψωμί 可搭配使用的形容词:βουτυρωμένο (voutyroméno, “涂有黄油的”)、ζεστό (zestó, “热的”)、μπαγιάτικο (bagiátiko, “不新鲜的”)、φρέσκο (frésko, “新鲜的”)
- (比喻义) 维持生活的经济手段;工资,薪水
- 近义词:τα προς το ζην (ta pros to zin)
- (比喻义) 用于表示生命、寿命的短语:年
变格
编辑派生词
编辑- 短语
- για ένα κομμάτι ψωμί (gia éna kommáti psomí, “以非常低的价格”)
- έχει ψωμί (échei psomí)
- βγάζω/κερδίζω το ψωμί μου (vgázo/kerdízo to psomí mou, “我自己赚钱”)
- βούτυρο στο ψωμί (voútyro sto psomí) (俗语)
- είπα το ψωμί ψωμάκι (eípa to psomí psomáki, “非常贫穷,几乎无法自己过活”)
- και ξερό ψωμί (kai xeró psomí)
- έφαγα τα ψωμιά μου (éfaga ta psomiá mou, “我将要死去”)
- λίγα είναι τα ψωμιά μου (líga eínai ta psomiá mou, “我已时日不多”)
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά' το (o lógos sou me chórtase kai to psomí sou fá' to) (谚语)
- φέτα ψωμί f (féta psomí, “一片面包”)
- ψωμί κι αλάτι (psomí ki aláti, “共度时艰”)
- ψωμί κι ελιά (psomí ki eliá, “没有方法地,糟糕地”)
- ψωμί-παιδεία-ελευθερία (psomí-paideía-elefthería, “面包-教育-自由”) (抗议口号)
下位词
编辑- άζυμο ψωμί (ázymo psomí, “没有发酵的面包”)
- καλαμποκίσιο ψωμί (kalampokísio psomí, “玉米面包”)
- κριθαρένιο ψωμί (kritharénio psomí, “大麦面包”)
- μαύρο ψωμί n (mávro psomí)
- μπομπότα f (bompóta, “玉米面包”) 〈旧〉
- παντεσπάνι n (pantespáni)
- χωριάτικο ψωμί (choriátiko psomí)
- ψωμί σικάλεως n (psomí sikáleos, “黑麦面包”)
- -ψωμο (-psomo)