λευκός
古希臘語
編輯其他寫法
編輯詞源
編輯源自原始希臘語 *leukós,源自原始印歐語 *lewk- (「白色;光亮」)。與拉丁語 lūx、梵語 रोचते (rocate)、古典亞美尼亞語 լոյս (loys)、古英語 lēoht (光)(英語 light)同源。
發音
編輯- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助): /leu̯.kós/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助): /lewˈkos/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助): /leɸˈkos/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助): /lefˈkos/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助): /lefˈkos/
形容詞
編輯λευκός (leukós) m (陰性 λευκή,中性 λευκόν); 第一類/第二類
屈折
編輯數 | S單數 | D雙數 | P複數 | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
格/性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |||||
N主格 | λευκός leukós |
λευκή leukḗ |
λευκόν leukón |
λευκώ leukṓ |
λευκᾱ́ leukā́ |
λευκώ leukṓ |
λευκοί leukoí |
λευκαί leukaí |
λευκᾰ́ leuká | |||||
G屬格 | λευκού leukoú |
λευκής leukḗs |
λευκού leukoú |
λευκοίν leukoín |
λευκαίν leukaín |
λευκοίν leukoín |
λευκών leukṓn |
λευκών leukṓn |
λευκών leukṓn | |||||
D與格 | λευκῴ leukṓi |
λευκῄ leukḗi |
λευκῴ leukṓi |
λευκοίν leukoín |
λευκαίν leukaín |
λευκοίν leukoín |
λευκοίς leukoís |
λευκαίς leukaís |
λευκοίς leukoís | |||||
A賓格 | λευκόν leukón |
λευκήν leukḗn |
λευκόν leukón |
λευκώ leukṓ |
λευκᾱ́ leukā́ |
λευκώ leukṓ |
λευκούς leukoús |
λευκᾱ́ς leukā́s |
λευκᾰ́ leuká | |||||
V呼格 | λευκέ leuké |
λευκή leukḗ |
λευκόν leukón |
λευκώ leukṓ |
λευκᾱ́ leukā́ |
λευκώ leukṓ |
λευκοί leukoí |
λευκαί leukaí |
λευκᾰ́ leuká | |||||
派生形式 | 副詞 | 比較級 | 最高級 | |||||||||||
λευκώς leukṓs |
λευκότερος leukóteros |
λευκότᾰτος leukótatos | ||||||||||||
注意: |
|
近義詞
編輯- (發光的): γλαυκός (glaukós)
反義詞
編輯- (白色的): μέλᾱς (mélās)
派生詞
編輯- διάλευκος (diáleukos)
- κρόκος λευκός (krókos leukós)
- λευκᾰ́νθεμον (leukánthemon)
- Λευκᾰ́ς (Leukás)
- Λεύκιππος (Leúkippos)
- Λευκοθέᾱ (Leukothéā)
- λευκομέλᾱς (leukomélās)
- λευκόπτερος (leukópteros)
- Λεῦκος (Leûkos)
- λεῦκος (leûkos)
- λευκότης (leukótēs)
- λευκόχροος (leukókhroos)
- λευκόω (leukóō)
- λευκώλενος (leukṓlenos)
- ξᾰνθόλευκος (xanthóleukos)
派生語彙
編輯- ⇒ 英語: leucodermic, leukemia
- 希臘語: λευκός (lefkós)
- 跨語言: Alicante / Alacant (Al-Laqant, Lucentum, Leukante, [Akra] Leuka, [Akra] Leuké)
古希臘語中的顏色(χρῶμᾰ (khrôma), χρώμᾰτᾰ (khrṓmata)) (布局 · 文字) | ||||
---|---|---|---|---|
λευκός (leukós) | πολῐός (poliós), γλαυκός (glaukós), φαιός (phaiós), χαροπός (kharopós) | μέλᾱς (mélās), κελαινός (kelainós) | ||
ἐρῠθρός (eruthrós) ; κᾰρῡ́κῐνος (karū́kinos), κόκκῐνος (kókkinos), φοινός (phoinós) | πυρρός (purrhós) ; ὄρφνῐνος (órphninos) | ξᾰνθός (xanthós), μήλινος (mḗlinos) ; ὠχρός (ōkhrós) | ||
πρᾰ́σῐνος (prásinos) | χλωρός (khlōrós) | χλωρός (khlōrós) ; χλωρομέλᾱς (khlōromélās) | ||
κῠᾰ́νεος (kuáneos) ; γλαυκός (glaukós), κᾰλάϊνος (kaláïnos) | κῠᾰ́νεος (kuáneos) | κῠᾰ́νεος (kuáneos), ὑᾰκῐ́νθῐνος (huakínthinos) | ||
φοινῑ́κεος (phoinī́keos), ἰόεις (ióeis) ; ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos), οἶνοψ (oînops) | φοινῑ́κεος (phoinī́keos) ; ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos) | ῥόδινος (rhódinos) |
拓展閱讀
編輯- 「λευκός」, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- 「λευκός」, in Liddell & Scott (1889年) An Intermediate Greek–English Lexicon,New York:Harper & Brothers
- 「λευκός」, in Autenrieth, Georg (1891年) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges,New York:Harper and Brothers
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001年) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature,3版,芝加哥:芝加哥大學出版社
- λευκός in Cunliffe, Richard J. (1924年) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition,Norman:University of Oklahoma Press, 出版於1963
- 「λευκός」, in Slater, William J. (1969年) Lexicon to Pindar,Berlin:Walter de Gruyter
- G3022, Strong, James (1979年) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
- Woodhouse, S. C. (1910年) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1],London:Routledge & Kegan Paul Limited.
希臘語
編輯詞源
編輯源自古希臘語 λευκός (leukós),源自原始印歐語 *lewk- (「白色;光亮」)。
發音
編輯形容詞
編輯λευκός (lefkós) m (陰性 λευκή,中性 λευκό)
- (書面,更為正式) 白色的
- λευκό μάρμαρο, σύννεφο, χαμόγελο
- lefkó mármaro, sýnnefo, chamógelo
- 白色的大理石、白雲、白色的笑容
- λευκά δόντια, μαλλιά, σεντόνια, τυριά, κρασιά
- lefká dóntia, malliá, sentónia, tyriá, krasiá
- 白色的牙齒、白色的頭髮、白奶酪、白葡萄酒
- Ο Λευκός Οίκος βρίσκεται στην 1600 Pennsylvania Avenue.
- O Lefkós Oíkos vrísketai stin 1600 Pennsylvania Avenue.
- 白宮位於賓夕法尼亞大道1600號。
- λευκός καρχαρίας ― lefkós karcharías ― 大白鯊
- 近義詞:άσπρος (áspros)
- 反義詞:μαύρος (mávros)
- (比喻義) 純淨的,純潔的
- λευκό ποινικό μητρώο ― lefkó poinikó mitróo ― 清白的無犯罪記錄
- 白人的
變格
編輯 λευκός 的變格
添加後綴的比較程度
比較級 | 單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | λευκότερος • | λευκότερη • | λευκότερο • | λευκότεροι • | λευκότερες • | λευκότερα • |
屬格 | λευκότερου • | λευκότερης • | λευκότερου • | λευκότερων • | λευκότερων • | λευκότερων • |
賓格 | λευκότερο • | λευκότερη • | λευκότερο • | λευκότερους • | λευκότερες • | λευκότερα • |
呼格 | λευκότερε • | λευκότερη • | λευκότερο • | λευκότεροι • | λευκότερες • | λευκότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如「ο λευκότερος」) | |||||
絕對最高級 | 單數 | 複數 | ||||
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | λευκότατος • | λευκότατη • | λευκότατο • | λευκότατοι • | λευκότατες • | λευκότατα • |
屬格 | λευκότατου • | λευκότατης • | λευκότατου • | λευκότατων • | λευκότατων • | λευκότατων • |
賓格 | λευκότατο • | λευκότατη • | λευκότατο • | λευκότατους • | λευκότατες • | λευκότατα • |
呼格 | λευκότατε • | λευκότατη • | λευκότατο • | λευκότατοι • | λευκότατες • | λευκότατα • |
近義詞
編輯- άσπρος (áspros) (常用)
派生詞
編輯- κατάλευκος (katálefkos, 「雪白的,純白的」)
- λευκάζω (lefkázo, 「變成白色」)
- λευκαίνω (lefkaíno, 「變成白色」)
- λεύκανση f (léfkansi)
- λευκαντήριο n (lefkantírio)
- λευκαντικός m (lefkantikós)
- λεύκασμα n (léfkasma)
- λεύκη f (léfki)
- λευκο- (lefko-)
- λευκό- (lefkó-)
- λευκό n (lefkó, 「白色」)
- λευκοδερμία f (lefkodermía)
- λευκοκύτταρο n (lefkokýttaro)
- λευκοπλάστης m (lefkoplástis)
- λευκορωσικός (lefkorosikós)
- λευκοσίδηρος m (lefkosídiros)
- λευκοσιδηρουργείο n (lefkosidirourgeío)
- λευκοσιδηρουργός m (lefkosidirourgós)
- λευκότητα f (lefkótita)
- λευκόχρυσος m (lefkóchrysos)
- λεύκωμα n (léfkoma)
- λευκωματουρία f (lefkomatouría)
- λευκωματούχος (lefkomatoúchos)
- λευκωματώδης (lefkomatódis)
- Λευκωσία f 單 (Lefkosía, 「尼科西亞」)
- λευχαιμία f (lefchaimía, 「白血病」)
- ολόλευκος (olólefkos, 「雪白的,純白的」)
- πάλλευκος (pállefkos, 「雪白的,純白的」)
短語:
派生詞
- εμπόριο λευκής σαρκός n (empório lefkís sarkós, 「人口販賣」)
- εν λευκώ (en lefkó, 「全權」)
- λευκά είδη n 複 (lefká eídi, 「亞麻布」)
- Λευκά Όρη n 複 (Lefká Óri)
- λευκές συσκευές f 複 (lefkés syskevés, 「廚房電器」)
- λευκή απεργία f (lefkí apergía, 「按章工作」, 字面意思是「白色罷工」)
- Λευκή Βίβλος f (Lefkí Vívlos, 「白皮書」)
- λευκή μαγεία f (lefkí mageía, 「白魔法」)
- λευκή ψήφος f (lefkí psífos, 「空白選票」)
- λευκή περιστερά f (lefkí peristerá, 「白鴿」)
- λευκή σημαία f (lefkí simaía, 「白旗」)
- λευκή σελίδα f (lefkí selída, 「白紙」)
- λευκή ψήφος f (lefkí psífos, 「空白選票」)
- λευκό αιμοσφαίριο n (lefkó aimosfaírio, 「白細胞」)
- λευκός ήχος m (lefkós íchos, 「白噪音」)
- λευκός γάμος m (lefkós gámos, 「白色婚姻」)
- λευκός θάνατος (lefkós thánatos)
- Λευκός Οίκος m (Lefkós Oíkos, 「白宮」)
名詞
編輯λευκός (lefkós) n (複數 λευκοί)
- 白人
- Φυλετικές διακρίσεις των λευκών εναντίον των μαύρων.
- Fyletikés diakríseis ton lefkón enantíon ton mávron.
- 白人對黑人的種族歧視。