σπίτι
希臘語
編輯詞源
編輯源自中古希臘語 σπίτιν (spítin),源自通用希臘語 ὁσπίτιον (hospítion),源自拉丁語 hospitium (「寄宿」)。對比阿爾巴尼亞語 shtëpi。代替古希臘語 οἶκος (oîkos)。
發音
編輯名詞
編輯σπίτι (spíti) n (複數 σπίτια)
- (也作狀語) 家,住處;房屋
- Θα πάμε στο σπίτι του φίλου μου.
- Tha páme sto spíti tou fílou mou.
- 我們要去我朋友家裡。
- Πήγαινε σπίτι σου!
- Pígaine spíti sou!
- 回家!
- (引申) 家庭,一家人
- Όλο το σπίτι μετακόμισε τον χειμώνα σε πιο ζεστά μέρη.
- Ólo to spíti metakómise ton cheimóna se pio zestá méri.
- 冬天,全家都搬到了氣候更暖的地方。
- (委婉,比喻義) 妓院
變格
編輯派生詞
編輯- σπιτάκι n (spitáki) (指小詞)
- σπιταρόνα f (spitaróna) (增義)
- σπιτικό n (spitikó, 「家」)
- σπιτικός (spitikós, 「家的」)
- σπιτήσιος (spitísios, 「家的」)
- σπιτόγατος m (spitógatos, 「宅家的人」)
- σπιτονοικοκύρης m (spitonoikokýris, 「房東,戶主」)
- σπιτονοικοκυρά f (spitonoikokyrá, 「房東,戶主」)
- σπιτώνω (spitóno, 「給……提供住處」)
- σπίτωμα n (spítoma, 「提供住處」)
- από σπίτι (apó spíti)
- για σπίτι (gia spíti, 「適婚的」)
- δουλειές του σπιτιού f 複 (douleiés tou spitioú, 「家務」)
- κάνω το σπίτι (káno to spíti, 「做家務」, 字面意思是「做房子」)
- κλείνω το σπίτι (kleíno to spíti)
- σπίτι μου, σπιτάκι μου (spíti mou, spitáki mou)