χρόνος
古希腊语
编辑词源
编辑源头未知。可能与κορμός (kormós) ← 原始印欧语 *(s)ker-有关。
发音
编辑- (公元前5世纪,阿提卡) 国际音标(帮助): /kʰró.nos/
- (公元1世纪,通用) 国际音标(帮助): /ˈkʰro.nos/
- (公元4世纪,通用) 国际音标(帮助): /ˈxro.nos/
- (公元10世纪,拜占庭) 国际音标(帮助): /ˈxro.nos/
- (公元10世纪,君士坦丁堡) 国际音标(帮助): /ˈxro.nos/
名词
编辑χρόνος (khrónos) m (属格 χρόνου); 二类变格
屈折
编辑格 / # | 单数 | 双数 | 复数 | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
主格 | ὁ χρόνος ho khrónos |
τὼ χρόνω tṑ khrónō |
οἱ χρόνοι hoi khrónoi | ||||||||||
属格 | τοῦ χρόνου toû khrónou |
τοῖν χρόνοιν toîn khrónoin |
τῶν χρόνων tôn khrónōn | ||||||||||
与格 | τῷ χρόνῳ tôi khrónōi |
τοῖν χρόνοιν toîn khrónoin |
τοῖς χρόνοις toîs khrónois | ||||||||||
宾格 | τὸν χρόνον tòn khrónon |
τὼ χρόνω tṑ khrónō |
τοὺς χρόνους toùs khrónous | ||||||||||
呼格 | χρόνε khróne |
χρόνω khrónō |
χρόνοι khrónoi | ||||||||||
注意: |
|
近义词
编辑- καιρός (kairós)
派生词
编辑- ἀνισόχρονος (anisókhronos)
- ἀνομοιόχρονος (anomoiókhronos)
- αὐτόχρονος (autókhronos)
- ἄχρονος (ákhronos)
- βαιόχρονος (baiókhronos)
- δίχρονος (díkhronos)
- ἔγχρονος (énkhronos)
- ἑξάχρονος (hexákhronos)
- ἑπτάχρονος (heptákhronos)
- ἑτερόχρονος (heterókhronos)
- ἰσόχρονος (isókhronos)
- μετάχρονος (metákhronos)
- μονόχρονος (monókhronos)
- ὀκτάχρονος (oktákhronos)
- ὁλόχρονος (holókhronos)
- ὁμοιόχρονος (homoiókhronos)
- ὁμόχρονος (homókhronos)
- πεντάχρονος (pentákhronos)
- πολυχρονικός (polukhronikós)
- πρόχρονος (prókhronos)
- πρωτόχρονος (prōtókhronos)
- σύγχρονος (súnkhronos)
- τετράχρονος (tetrákhronos)
- τρίχρονος (tríkhronos)
- ὑπέρχρονος (hupérkhronos)
- ὑπόχρονος (hupókhronos)
- ὑστερόχρονος (husterókhronos)
- χρόνιος (khrónios)
派生语汇
编辑- 希腊语: χρόνος m (chrónos) (古典借词)
- → 加泰罗尼亚语: crono-
- → 捷克语: chrono-
- → 英语: chrono-
- → 法语: chrono-
- → 爱尔兰语: cróna-
- → 意大利语: crono-
- → 葡萄牙语: crono-
- → 西班牙语: crono-
参考资料
编辑- “χρόνος”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- “χρόνος”, in Liddell & Scott (1889年) An Intermediate Greek–English Lexicon,New York:Harper & Brothers
- “χρόνος”, in Autenrieth, Georg (1891年) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges,New York:Harper and Brothers
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001年) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature,3版,芝加哥:芝加哥大学出版社
- χρόνος in Cunliffe, Richard J. (1924年) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition,Norman:University of Oklahoma Press, 出版于1963
- “χρόνος”, in Slater, William J. (1969年) Lexicon to Pindar,Berlin:Walter de Gruyter
- G5550, Strong, James (1979年) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
- Woodhouse, S. C. (1910年) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1],London:Routledge & Kegan Paul Limited.
希腊语
编辑其他写法
编辑- χρονιά f (chroniá)
词源
编辑发音
编辑名词
编辑χρόνος (chrónos) m (复数 χρόνοι) (第二中性复数:χρόνια (chrónia))
- (抽象概念) 时间 (无复数)
- Ο χρόνος φεύγει και δεν ξαναγυρνά.
- O chrónos févgei kai den xanagyrná.
- 时光一逝永不回。
- 时期,时段,时代
- 年
- Χρόνια πολλά
- Chrónia pollá
- 节日时的问候语
- (字面意思是“许多年”)
- (语法) 时态
- 册
变格
编辑χρόνος的变格
近义词
编辑- (时间): καιρός m (kairós)
派生词
编辑- εκτός τόπου και χρόνου (ektós tópou kai chrónou)
- εν ευθέτω χρόνω (en efthéto chróno, “将来某时”) (ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ) (正式)
- ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος (eftychisménos o kainoúrios chrónos, “新年快乐”)
- και του χρόνου! (kai tou chrónou!, “(祝愿)明年也!”)
- κακό χρόνο να ’χεις (kakó chróno na ’cheis, 咒骂语) 〈口〉
- μας άφησε χρόνους (mas áfise chrónous, “他/她去世了”) (非正式)
- Μέσος χρόνος Γκρίνουιτς m (Mésos chrónos Gkrínouits, “格林威治平均时间”)
- ο χρόνος είναι χρήμα (o chrónos eínai chríma, “时间就是金钱”)
- πάει ένας χρόνος (páei énas chrónos, “一年前”)
- πάνω στο χρόνο (páno sto chróno, “在年终”)
- προϊόντος του χρόνου (proïóntos tou chrónou, “久而久之”) (προϊόντος τοῦ χρόνου)
- συν τω χρόνω (syn to chróno, “迟早,将来”) (σὺν τῷ χρόνῳ) (正式)
- του χρόνου (tou chrónou, “明年”)
- χρόνια και ζαμάνια (chrónia kai zamánia, “长久,多年来”)
- χρόνια πολλά (chrónia pollá, “生日快乐”)
- χρόνιος (chrónios, “长期的,永恒的,慢性(病)的”)
- χρόνου φείδου (chrónou feídou, “不要浪费时间”) (古谚)
相关词汇
编辑- αχρόνιαστος (achróniastos, “活不过一年的”)
- αχρονικός (achronikós, “不受时间限制的,永恒的”)
- αχρόνιστος (achrónistos, “未满一岁的,未满一年的”)
- άχρονος (áchronos, “不受时间限制的,永恒的”)
- χρονιά f (chroniá, “一年”)
- χρονιάρης (chroniáris, “每年庆祝一次的;一岁的”) (非正式)
- χρονιάρικος (chroniárikos, “一年的,一岁的”) (非正式)
- χρονιάτικος (chroniátikos, “整年的”) (非正式)
- χρονίζω (chronízo, “满一年;延迟,拖延,费时”)
- χρονικός (chronikós, “时间的”)
- χρόνιος (chrónios, “长期的,慢性(病)的”)
- χρονισμός (chronismós, “计时”) 〈新〉
复合词:
相关词
- αναχρονισμός m (anachronismós, “不合时宜,过时,落后”)
- αναχρονιστικός (anachronistikós, “不合时宜的,过时的”)
- του αντίχρονου / αντιχρόνου (antichrónou, “两年后”) 〈口〉
- αρχιχρονιά f (archichroniá, “元旦”) 〈口〉
- ασυγχρόνιστος (asynchrónistos, “不同步的”)
- ασύγχρονος (asýnchronos, “异步的”)
- αχρονολόγητος (achronológitos, “未注明日期的”)
- βραχυχρόνιος (vrachychrónios, “短暂的”)
- βραχύχρονος (vrachýchronos, “短(元音)的”) (语法、语音学)
- δεκαεννιάχρονος (dekaenniáchronos, “19年的”)
- δεκαεξάχρονος (dekaexáchronos, “16年的”) (参见:χρονος)
- δεκάχρονος (dekáchronos, “10年的”)
- διαχρονία f (diachronía, “历时性”) (语言学)
- διαχρονικός (diachronikós, “历时性的”)
- διαχρονικότητα f (diachronikótita, “具有历时性”)
- διχρονίτικος (dichronítikos, “两年的”) 〈口〉
- δίχρονος (díchronos, “两年的,两岁的;两个音节的”) (参见:χρονος)
- εκατοχρονίτης m (ekatochronítis, “百岁老人”) 〈口〉
- εκατοχρονίτικος (ekatochronítikos, “百岁的”)
- εκσυγχρονίζω (eksynchronízo, “使现代化”)
- εκσυγχρονισμός m (eksynchronismós, “现代化”)
- εκσυγχρονιστής m (eksynchronistís, “现代化者”)
- εκσυγχρονιστικός (eksynchronistikós, “现代化的”)
- ετεροχρονίζω (eterochronízo, “推迟,延缓”)
- ετεροχρονισμένος (eterochronisménos, “推迟的”, 分词)
- ετεροχρονισμός m (eterochronismós, “推迟,延缓”)
- ετερόχρονος (eteróchronos, “推迟的”)
- ημίχρονο n (imíchrono, “半场”)
- ισόχρονος (isóchronos, “时间相同的”)
- κοψοχρονιά (kopsochroniá, “以低价”)
- μακροχρόνιος (makrochrónios, “长期的”)
- μακρόχρονος (makróchronos, “长(元音)的”) (语法、语音学)
- μεσοχρονίς (mesochronís, “在年中”) 〈口〉
- μεταχρονολόγηση f (metachronológisi, “填迟日期”)
- μεταχρονολογώ (metachronologó, “填迟日期”)
- μονόχρονος (monóchronos, “单音节的”) 〈罕〉
- ολιγόχρονος (oligóchronos, “短暂的,短期的”)
- ολοχρονίς (olochronís, “全年;连续不断”, 副词) 〈口〉
- του παραχρόνου (parachrónou, “两年后”) (俗语)
- πολυχρονεμένος (polychroneménos, “祝你长寿”) 〈旧/口〉
- πολυχρόνιο n (polychrónio, “祈祷长寿”) 〈旧〉
- πολύχρονος (polýchronos, “长期的,多年的”)
- προτερόχρονος (proteróchronos, “先前的,较早的”)
- προχρονολόγηση f (prochronológisi)
- προχρονολογώ (prochronologó, “填早日期”)
- Πρωτοχρονιά f (Protochroniá, “元旦”)
- πρωτοχρονιάτικος (protochroniátikos, “元旦的”)
- συγχρονία f (synchronía, “共时性”) (语言学)
- συγχρονίζω (synchronízo, “使共时,使同步”)
- συγχρονικός (synchronikós, “共时的”) (语言学、历史学)
- συγχρονικότητα f (synchronikótita, “同步性”)
- συγχρονισμός m (synchronismós, “同步”)
- συγχρονιστικός (synchronistikós, “同步的”)
- σύγχρονος (sýnchronos, “现代的;当代的;同步的”)
- ταυτόχρονος (taftóchronos, “同时的”)
- ταυτοχρόνως (taftochrónos, “同时”)
- υπερσύγχρονος (ypersýnchronos, “最先进的”)
- υστερόχρονος (ysteróchronos, “后来的,后面的”)
- χιλιοχρονίτης m (chiliochronítis, “一千岁的人”) 〈口〉
- χιλιοχρονίτικος (chiliochronítikos, “一千岁的”)
- χιλιόχρονος (chilióchronos, “千年的,一千岁的”)
- χρονοβόρος (chronovóros, “耗时的,费时的”)
- χρονικογράφος m (chronikográfos, “编年史家”)
- χρονικοϋποθετικός (chronikoÿpothetikós, “时间条件句”) (语法)
- χρονογράφημα n (chronográfima, “幽默讽刺专栏”)
- χρονογραφία f (chronografía, “纪事”)
- χρονογραφικός (chronografikós, “编年史的;按时间顺序的”)
- χρονογράφος m (chronográfos, “编年史家;专栏作家”)
- χρονογραφώ (chronografó, “写幽默讽刺专栏”)
- χρονοδιάγραμμα n (chronodiágramma, “时间表”)
- χρονοδιακόπτης m (chronodiakóptis, “定时开关”)
- χρονοεπίδομα n (chronoepídoma, “工龄津贴”)
- χρονολόγηση f (chronológisi, “测定年代”)
- χρονολογία f (chronología, “年表;时间顺序”)
- χρονολογικός (chronologikós, “按时间顺序的”)
- χρονολόγιο n (chronológio)
- χρονολογώ (chronologó, “测定年代;追溯到”)
- χρονομεριστικός (chronomeristikós, “分时的”)
- χρονομέτρης m (chronométris, “计时员”)
- χρονομέτρηση f (chronométrisi, “计时”)
- χρονομετρικός (chronometrikós, “计时的”)
- χρονομετρώ (chronometró, “计时”)
- χρονόμετρο n (chronómetro, “精密时计;节拍器”)
- χρονοντούλαπο n (chronontoúlapo)
- χρονοτριβή f (chronotriví, “拖延,耽搁”)
- χρονοτριβώ (chronotrivó, “拖延,耽搁”)
- χρονοχρέωση f (chronochréosi, “计时收费”)
- χωρόχρονος m/χωροχρόνος (chorochrónos, “时空”)
- χωροχρονικός (chorochronikós, “时空的”)