Category:希臘語名詞
希臘語中表示人、事物、地方、現象、品質等的詞彙。
- Category:希臘語名詞變格形:希臘語名詞除原形以外的屈折形式。
- Category:希臘語各性別名詞:依其所屬語法性別組織的希臘語名詞。
- Category:依屈折分類的希臘語名詞:希臘語 名詞 organized by the type of inflection they follow.
- Category:希臘語不可數名詞:希臘語中表示性質、思維或其他不能用數字直接量化的抽象概念的名詞。
- Category:希臘語可數名詞:可直接用數詞標示出數量的希臘語名詞。
- Category:希臘語唯單名詞:希臘語中主要或只能以單數形式使用的名詞。
- Category:希臘語唯複名詞:希臘語中主要或只能以複數形式使用的名詞。
- Category:希臘語專有名詞:希臘語中表示特定實體,如人名、地名、組織名的名詞。
- Category:希臘語指小名詞:希臘語 nouns that are derived from a base word to convey endearment, small size or small intensity.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
子类
本分类有以下10个子分类,共有10个子分类。
分类“希臘語名詞”中的页面
以下200个页面属于本分类,共3,036个页面。
(上一页)(下一页)Α
- Α
- αβαείο
- αβανγκαρντιστής
- αββαείο
- αβγό
- αβγοθήκη
- αβγοτάραχο
- αβγότσουφλο
- αβγουλάκι
- αβγούλι
- αβγουλιέρα
- αβδηρίτης
- αβλεψία
- αβοκάντο
- άγαλμα
- αγαλματάκι
- αγαλματίδιο
- αγαλμάτιο
- αγάπη
- αγαπητικιά
- αγαπητικός
- αγαρμποσύνη
- αγγελάκι
- αγγελία
- αγγελιαφόρος
- αγγελική
- αγγελιοφόρος
- άγγελμα
- άγγελος
- αγγελτήριο
- αγγλικά
- αγγουράκι
- αγγούρι
- αγγουριά
- αγελάδα
- αγελαδοτρόφος
- αγέλη
- αγένεια
- αγερικό
- αγία
- Αγία Τράπεζα
- αγίασμα
- αγιόκλημα
- άγιος
- αγκινάρα
- Αγκολέζος
- αγκουρέτο
- άγκυρα
- αγκώνας
- αγνωσιαρχία
- αγνωστικισμός
- άγνωστος
- αγορά
- αγοραίο
- αγοράκι
- αγορανομία
- αγορανόμος
- αγοραστής
- αγοράστρια
- αγόρευση
- αγορητής
- αγορήτρια
- αγόρι
- αγορίνα
- αγοροκόριτσο
- αγουρέλαιο
- αγραμματοσύνη
- αγριάνθρωπος
- αγριελιά
- αγριλιά
- αγρίμι
- αγριόγατος
- αγριολούλουδο
- αγριόπαπια
- αγριοπερίστερο
- αγριοσυκιά
- αγριότοπος
- αγριοφωνάρα
- αγριόχηνα
- αγριόχορτο
- αγωγή
- αγωγιάτης
- αγωγιμότητα
- αγωγός
- αγώνας
- αγωνία
- αγώνισμα
- αδελφή
- αδελφός
- αδένας
- αδενίτιδα
- αδενοπάθεια
- αδερφή
- αδερφός
- αδίκημα
- αδικία
- άδικο
- αεραγωγός
- αεράκι
- αεράμυνα
- αέρας
- αεργία
- αεριαγωγός
- αερικό
- αερογέφυρα
- αεροδιάδρομος
- αεροδίνη
- αεροδρόμιο
- αερολέσχη
- αερόλιθος
- αερολιμένας
- αερομεταφορά
- αερόμπικ
- αεροπλανάκι
- αερόπλανο
- αεροπλάνο
- αερόπλοιο
- αεροσκάφος
- αεροφοβία
- αεροφωτογραφία
- αετιδεύς
- αετόπουλο
- αετός
- αετοφωλιά
- Αζέρος
- άζωτο
- αηδόνι
- αήρ
- αθάλη
- αθανασία
- αθάνατος
- αθεΐα
- αθεϊσμός
- αθεϊστής
- αθεΐστρια
- αθλητής
- αθλήτρια
- άθυρμα
- αίγα
- αιγόδερμα
- αιγόκλημα
- αιγοπρόβατα
- Αιγύπτια
- αιγυπτιακά
- Αιγύπτιος
- αιθάλη
- αιθαλομίχλη
- αιθανόλη
- αιθέρας
- αιθέριο έλαιο
- Αιθίοπας
- αίθουσα
- αίθριο
- αιλουροειδές
- αίλουρος
- αίμα
- αιμαγγείωμα
- αιματέμεση
- αιματίτης
- αιματοκύλισμα
- αιματολογία
- αιματολόγος
- αιματόρροια
- αιματουρία
- αιματοχυσία
- αιμάτωμα
- αιμοδοσία
- αιμοδότης
- αιμοδότρια
- αιμοκάθαρση
- αιμόλυση
- αιμολυσία
- αιμομίκτης
- αιμομίκτρια
- αιμομιξία
- αιμομίχτης
- αιμομίχτρια
- αιμοπετάλιο
- αιμόπτυση
- αιμορραγία
- αιμορροφιλία
- αιμοσφαιρίνη
- αιμοσφαίριο
- αιμοφιλία
- αιμοφιλική
- αιμοφιλικός
- αίνιγμα
- αϊνσταΐνιο
- αϊνστάνιο
- αίσθηση
- αιτία
- αιτιαρχία
- αιτιατική
- αίτιο
- αιτιοκρατία
- αϊτός
- ακαμάτης
- ακετόνη
- ακοή
- ακουαρέλα